Πρέπει να σημειωθεί ότι η αβεβαιότητα δεν αποδίδεται σε όργανο αλλά σε μετρούμενο μέγεθος.
Συνεπώς η έκφραση που χρησιμοποιούμε πολλές φορές ως « αβεβαιότητα του οργάνου » δεν είναι απόλυτα ορθή. Εντούτοις όταν αναφερόμαστε στην «αβεβαιότητα του οργάνου» ουσιαστικά αναφερόμαστε στην αβεβαιότητα προσδιορισμού του μετρούμενου μεγέθους κατά τη διακρίβωση του εν λόγω οργάνου, όπως αποτυπώνεται στο πιστοποιητικό διακρίβωσής του.
Η αβεβαιότητα κατά τη χρήση του μετρητικού οργάνου θα διαφέρει από την αντίστοιχη «αβεβαιότητα του οργάνου», δηλ. την αβεβαιότητα προσδιορισμού του μετρούμενου μεγέθους κατά την διακρίβωση του, δεδομένου ότι υπάρχουν επιπλέον συνεισφορές που μπορεί να οφείλονται :
• σε περισσότερους ή λιγότερο ελεγχόμενους εξωτερικούς παράγοντες επίδρασης. Για παράδειγμα, κατά τη χρήση του στο χώρο της μέτρησης μπορεί να υπάρχουν μεγαλύτερες διακυμάνσεις θερμοκρασίας σε σχέση με αυτές του χώρου όπου αυτό διακριβώθηκε.
• στην αντίληψη του χρήστη για το πως ακριβώς ορίζεται το μετρούμενο μέγεθος. Για παράδειγμα, κατά τη χρήση ενός παχυμέτρου μπορεί να ασκείται διαφορετική πίεση από τον ίδιο ή διαφορετικούς χειριστές από μέτρηση σε μέτρηση.
Κατά συνέπεια, κατά τη χρήση ενός διακριβωμένου οργάνου υπεισέρχονται και επιπλέον πηγές αβεβαιότητας με αποτέλεσμα η αβεβαιότητα κατά τη χρήση να αυξάνεται σε σχέση με την αβεβαιότητα που εκτιμάται κατά την διακρίβωση του οργάνου. Η «πρόσθετη» αυτή αβεβαιότητα μπορεί σχετικά εύκολα να εκτιμηθεί.