Κάθε αποτέλεσμα μιας μέτρησης αποτελεί μία εκτίμηση της «πραγματικής» αλλά άγνωστης τιμής μιας μετρούμενης φυσικής ποσότητας. Συνεπώς, το αποτέλεσμα μίας μέτρησης πρέπει να συνοδεύεται και από μία παράμετρο που καθορίζει την ποιότητα (ακρίβεια) της εκτίμησης αυτής.
H παράμετρος αυτή ονομάζεται αβεβαιότητα της μέτρησης, συνοδεύει το αποτέλεσμα της μέτρησης και χαρακτηρίζει τη διασπορά των τιμών που μπορεί να αποδοθεί στo αποτέλεσμα μίας μέτρησης.
Για παράδειγμα, μετρώντας το βάρος ενός αντικειμένου σε ένα ζυγό, αν η ένδειξη του ζυγού είναι 1.500 g και η αβεβαιότητα στη μέτρηση αυτή είναι 1 g, αυτό σημαίνει ότι η πραγματική τιμή του βάρους του αντικειμένου εκτιμάται ότι βρίσκεται μεταξύ 1.499 και 1.501 g με μία συγκεκριμένη πιθανότητα.
Χωρίς την παράμετρο αυτή (αβεβαιότητα) δεν μπορεί κανείς να καταλήξει σε συμπεράσματα που αφορούν την ορθότητα (την μεταξύ τους συμβατότητα) διαφορετικών και ανεξάρτητων μεταξύ τους μετρήσεων της ίδιας φυσικής ποσότητας.
Το πως κανείς υπολογίζει την αβεβαιότητα μιας μέτρησης και το πως κρίνει αν ανεξάρτητες μεταξύ τους μετρήσεις είναι συμβατές (συμφωνούν) μεταξύ τους καθορίζεται από καλά τεκμηριωμένες μαθηματικές μεθόδους και πρότυπα. Ανατρέξτε στο: Evaluation of measurement data — Guide to the expression of uncertainty in measurement